πυρεστία

πυρεστία
πῠρεστία, ,
A hearth, PMasp.2 iii 11 (vi A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυρεστία — ἡ, Α εστία φωτιάς, τζάκι, πυροστιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἑστία] …   Dictionary of Greek

  • πυροστιά — η, Ν 1. είδος τριγωνικού ή κυκλικού μεταλλικού τρίποδα κατάλληλου να υποβαστάζει χύτρα ή λέβητα πάνω σε φωτιά, αλλ. πυροστάτης 2. κάμινος με πυροστάτη 3. ως κύριο όν. η Πυροστιά ονομασία τού αστερισμού τού Ηνιόχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”